ακαταβόλιαστος

ακαταβόλιαστος
-η, -ο
αυτός που δε φυτεύτηκε ως καταβολάδα: Οι ελιές φυτεύονται ακαταβόλιαστες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ακαταβόλιαστος — η, ο [καταβολιάζω] 1. αυτός που δεν τόν έχουν καταβολιάσει, δεν τόν έχουν φυτέψει με καταβολάδα 2. αυτός που δεν αναπαράγεται με καταβολάδες …   Dictionary of Greek

  • ακαταβόλευτος — η, ο [καταβολεύω] ο ακαταβόλιαστος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”